- δοκέουσιν
- δοκέωexpectpres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic)δοκέωexpectpres ind act 3rd pl (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερφίαλος — η, ο / ὑπερφίαλος, ον, ΝΜΑ μτφ. αλαζόνας, αλαζονικός, θρασύς, αυθάδης (α. «έχει πολλές και υπερφίαλες αξιώσεις» β. «ἔπη ὑπερφίαλα», Απολλ. Ρόδ. γ. «ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν», Πίνδ. δ. «ἐπεὶ οἱ παῑδες ὑπερφίαλοι καὶ ἄπιστοι», Ομ. Ιλ.)… … Dictionary of Greek